- οψαομαι
- ὀψάομαιесть с хлебом или к хлебу
(λέκυθον καὴ κάππαριν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λέκυθον καὴ κάππαριν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατοψεῖσθαι — κατά ὀψάομαι eat as pres inf mp (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωψᾶτο — ἐπί ὀψάομαι eat as imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσοψεῖται — εἰσ ὀψάομαι eat as pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)